- επίγαμος
- ἐπίγαμος, -ον (Α) [γάμος]αυτός που έχει ηλικία γάμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίγαμος — marriageable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγαμον — ἐπίγαμος marriageable masc/fem acc sg ἐπίγαμος marriageable neut nom/voc/acc sg ἐπίγᾱμον , ἐπιγαμέω marry besides aor imperat act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγάμου — ἐπίγαμος marriageable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγάμους — ἐπίγαμος marriageable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγάμων — ἐπίγαμος marriageable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγαμοι — ἐπίγαμος marriageable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
επιγάμιος — ἐπιγάμιος, ον (Α) [επίγαμος] γαμήλιος … Dictionary of Greek
επιγαμία — η (AM επιγαμία) [επίγαμος] 1. συγγένεια από γάμο, εξ αγχιστείας 2. ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικών τάξεων, φυλών, κρατών κ.λπ. μσν. ο γάμος ως επί πλέον συγγενικός δεσμός σε άλλους που προϋπάρχουν αρχ. δεύτερος γάμος … Dictionary of Greek
οκταετής — και οχταετής, ές και οκταέτης, άετες, θηλ. και έτις (Α ὀκταετής, ές και ὀκταέτης, άετες, θηλ. και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές») 2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ… … Dictionary of Greek